ΙΑΠΩΝΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ: Συγκρίσεις και προκλήσεις

Νικόλαος Α. Πρωτονοτάριος

ΙΑΠΩΝΙΑ – ΕΛΛΑΔΑ:

Συγκρίσεις και προκλήσεις

Οι προγραμματισμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες 2020 στο Τόκυο κατέστησαν την παρακάτω ανάλυση ιδιαίτερα επίκαιρη. Η αναβολή των Ολυμπιακών Αγώνων για ένα χρόνο λόγω του COVID19 και η αυξημένη ρευστότητα των εξελίξεων στο πλανητικό μας χωριό, προσδίδει στο κείμενο του Ν. Πρωτονοτάριου νέες, ακόμα πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις. Ο μετασχηματισμός της κοινωνίας, η ρευστότητα των διακρατικών ισορροπιών, η οικονομική κρίση, είναι θέματα που αγγίζουν παράλληλα τις δυο χώρες μας ακόμα κι αν τις χωρίζουν 9372 χλμ.

Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων – Μάϊος 2015 

(Στοιχεία επικαιροποιημένα 2017)

H Ιαπωνία κατά την δεκαετία 1985-1995 παρουσιαζόταν ως η αναδυόμενη μεγάλη δύναμη που θα κατέκλυζε σταθερά τις δυτικές οικονομίες με τον θηρευτικό δυναμισμό της. Χαρακτηριστική η ταινία Rising Sun (1993), αλλά και η Βlack Rain (1989) που παρουσίαζαν μια Ιαπωνία σκοτεινή, απειλητική, με  καταβολές από την Αμερική του Σικάγο 60-70 χρόνια πριν. Έκτοτε, η Ιαπωνία ούτε απεδείχθη ιδιαίτερα θηρευτική, ούτε συνέχισε την ανοδική της πορεία χωρίς αναστολές, προκλήσεις και αποτυχίες. Τα αίτια για την ανάσχεση τυχόν ηγεμονικών στόχων δεν είναι άλλα από τα αναμενόμενα που ισχύουν για όλες τις χώρες και μπορούν να διαχωρισθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Κοινωνικο-Οικονομικά, και Γεωστρατηγικά. Η κάθε κατηγορία εμπεριέχει βεβαίως αρκετές υποκατηγορίες τις οποίες θα προσεγγίσω στη συνέχεια. 

Σε μια παρουσίαση 20 λεπτών για τις προκλήσεις της Ιαπωνίας, αισθάνομαι υποχρεωμένος να προβώ σε μια υποκειμενική -και άρα προκατειλημμένη- ιεράρχηση αυτών των αιτίων. Αρκεί όμως να γνωρίζουμε δύο σημαντικά τινά: πρώτον, ότι όλα συνδέονται σε μεταβαλλόμενο βαθμό μεταξύ τους και δεύτερον, ότι η ιεράρχηση δεν θα μπορούσε να είναι παρά δυναμική και όχι στατική. Ο στόχος μου σήμερα δεν είναι να προσφέρω συμβουλές αλλά να κινήσω το ενδιαφέρον για περαιτέρω μελέτη και, αναλόγως των στόχων του ακροατηρίου, δράση. Επίσης, λόγω της τρέχουσας κατάστασης στην χώρα μας, επιτρέψτε μου σε διάφορα σημεία να κάνω συγκρίσεις με την Ελλάδα, πράγμα που ίσως δώσει την δυνατότητα, σε κάποιο επίπεδο, εκατέρωθεν διδαχής.  

 

1. Κοινωνικο-Οικονομική διάσταση

Γενικά Στοιχεία Ιαπωνικής Οικονομίας

ΑΕΠ: +0,3% (2014) + 1% (2016)

Βαθμός απασχόλησης: 65,9%, Q4 2014

Πληθωρισμός σε ετήσια βάση: 2,8% (2014), – 0,1% (2016)

Δημόσιο Χρέος (%ΑΕΠ) 238 (2014), 202 (2016)

Εμπορικό ισοζύγιο: -122 δις USD2014, +37 δις USD (2016)

Ανεργία 6,6% (2009), 3,8% (2014), 3,2% (2016)

Ξεκινώ με την οικονομική διάσταση αφού αυτή είναι που καθόρισε τις τύχες της Ιαπωνίας μεταπολεμικά, χαρίζοντας στην οικονομική ιστορία τον όρο “Ιαπωνικό Θαύμα”. Όπως προανέφερα στην εισαγωγή, μέχρι τις αρχές περίπου της δεκαετίας 1990, η Ιαπωνία φάνταζε ως νέα Αμερική. Το 1992, το Εισόδημα Κατά Κεφαλή (Ε.Κ.Κ.) της είχε φθάσει στην 5η θέση των χωρών του ΟΟΣΑ. Το 2002, όμως, μετά από μια “χαμένη δεκαετία” ύφεσης και τελμάτωσης είχε πέσει στην 19η2. Διαδοχικές ιαπωνικές κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν εξαγωγές και δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις για να αντιστρέψουν την κατάσταση και κατάφεραν, εν μέρει τουλάχιστον, την ανάσχεση της πτώσης και την ανάκτηση μίας ή δύο θέσεων. Από το 2008, έτος που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως “νέο παγκόσμιο κραχ” η προσπάθεια αυτή, με διαρκή δημόσια ελλείμματα της τάξεως του 8%, οδήγησε στην διατάραξη των παραδοσιακών ισορροπιών της ιαπωνικής οικονομίας με το δημόσιο χρέος να φθάνει το 2014 στο 240+% του ΑΕΠ, ποσοστό ρεκόρ για χώρα του ΟΟΣΑ, την ανεργία να υπερδιπλασιάζεται από την δεκαετία 90′ στο επίσημο 3,6% και την ισοκατανομή των εισοδημάτων να χειροτερεύει. H προσπάθεια της Ιαπωνίας να περιορίσει τα ελλείμματα που διόγκωναν το χρέος της στηρίχθηκε στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας3 αφού έτσι θεωρείται ότι περιορίζονται οι επιπτώσεις στην συνολική ζήτηση και αποφεύγονται υφεσιακές πιέσεις. Επέλεξε, δηλαδή, ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξυγίανσης των δομικών προβλημάτων της με στόχο, μεταξύ άλλων, την αύξηση του πληθωρισμού στο 2%. Το 2015 πάντως το χρέος παρέμενε υψηλό, χωρίς να έχει επηρεάσει -ακόμη- σημαντικά την πορεία της οικονομίας παρά το σχετικά υψηλό κόστος εξυπηρέτησής του που έφθανε το 24,3% του προϋπολογισμού και το 4,7% του ΑΕΠ4.

Στο σημείο αυτό, θα ήταν χρήσιμες μερικές συγκρίσεις με την ελλαδική πραγματικότητα. Η ελληνική οικονομία υποχρεώθηκε να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα περιορισμού ελλειμμάτων κυρίως δια της αύξησης της άμεσης φορολογίας και της ραγδαίας μείωσης δημοσίων δαπανών αφού πρωταρχικός σκοπός ήταν η βραχυπρόθεσμη αντιμετώπισή τους. Αυτή η θεραπεία σοκ οδήγησε μεν σε μικρή βελτίωση των δομικών ελλειμμάτων από 2010-2014, αλλά με τίμημα μια εξαιρετικά απότομη και δυσβάστακτη ύφεση και χειροτέρευση όλων των αναπτυξιακών μεγεθών (δημόσιο χρέος 175% και ανεργία κοντά στο 30%) που επέφερε νέα πολιτικο-οικονομική κρίση. Προς τι λοιπόν οι συγκρίσεις εκτός του να υπογραμμίσουν την ανάγκη πολιτικής βούλησης για εγχώρια αντιμετώπιση νοσηρών καταστάσεων προτού αυτές αποτελέσουν παράγοντα εξωτερικής εξάρτησης; Επίσης, την ανάγκη πολλαπλών εργαλείων οικονομικής πολιτικής και όχι μόνο της φορολογικής. 

Εκτός από τα πολιτικά δεδομένα που βαρύνουν διαχρονικά την χώρα μας και τους ευρωπαϊκούς περιορισμούς που αντιμετωπίζει ακόμη και σήμερα η Ελλάδα, η Ιαπωνία, σε σύγκριση, διαθέτει ακόμη δύο σοβαρά πλεονεκτήματα αλλά αντιμετωπίζει και δύο σοβαρά μειονεκτήματα: Στα πλεονεκτήματα, είναι η δομή και τα χαμηλά επιτόκια (0,5% στα ομόλογα 10ετίας) του δημοσίου χρέους της, που είναι κυρίως εγχώριο και όχι από ξένο δανεισμό, καθώς και η συνεχιζόμενη παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών μεγάλης προστιθέμενης αξίας που εξασφαλίζουν σχετικά υψηλή ζήτηση. Αυτό επιτρέπει στην Ιαπωνία να συνεχίζει να προσελκύει ξένες επενδύσεις και να βρίσκουν τόπο οι εγχώριες επενδύσεις. Επίσης, εξηγεί και την σταθερή πιστοληπτική αξιολόγηση της Ιαπωνίας στο επίπεδο ΑΑ, παρά το τεράστιο δημόσιο χρέος, ενώ της Ελλάδος, έχει πέσει στο CCC+5

Μια άλλη ενδιαφέρουσα σύγκριση που αξίζει να σημειωθεί, είναι τα αταβιστικά, θα μπορούσα να πω, αντανακλαστικά του ιαπωνικού λαού σε περιόδους κρίσεων, όπως στην περίπτωση των δύο καταστρεπτικών σεισμών, στο Κόμπε το 1995 και στην Φουκουσίμα το 2011. Οι Ιάπωνες, προ μιας διαφαινόμενης κρίσεως υιοθετούν δύο αλληλένδετες πρακτικές: πρώτον επαναπατρίζουν τα κεφάλαια που έχουν επενδύσει στο εξωτερικό, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις καταθέσεις και περιορίζοντας την ιδιωτική δαπάνη. Ακριβώς το αντίθετο από τους Έλληνες οι οποίοι μεταφέρουν κεφάλαια στο εξωτερικό και αυξάνουν τις δαπάνες μειώνοντας τις καταθέσεις, δημιουργώντας έτσι περαιτέρω εξάρτηση από ξένα κεφάλαια. Βεβαίως, σε περίπτωση δομικής επιβράδυνσης της οικονομίας, όπως αυτή που αντιμετωπίζει διαχρονικά η Ιαπωνία, ο επαναπατρισμός κεφαλαίων σε εγχώριες καταθέσεις ενισχύουν υπέρμετρα το γιεν με αποτέλεσμα να μειώνεται η δυνατότητα αύξησης των εξαγωγών με ότι αρνητικό συνεπάγεται αυτό για την ανάπτυξη (άρα ουκ εν τω πολλώ το ευ). Σίγουρα όμως η παράδοση αυτή διατηρεί τον έλεγχο της οικονομίας σε ιαπωνικά χέρια επιτρέποντας εθνικές λύσεις. Τέλος, ένα εργαλείο οικονομικής πολιτικής που έχει εφαρμόσει η Ιαπωνία στο παρελθόν είναι οι Πρωτοβουλίες Ειδικών Ζωνών (Special Zone Initiative) που θα μπορούσε ίσως να δοκιμαστεί και στην Ελλάδα (με ανάλογες μετατροπές) σε περιφερειακό επίπεδο. Στις ζώνες αυτές εφαρμόζονται δοκιμαστικά διάφορες οικονομικές προτάσεις προτού επιβληθούν σε ολόκληρη την επικράτεια.

Τα δύο σημαντικά μειονεκτήματα που προανέφερα για την Ιαπωνία είναι πολύ σοβαρά και έχουν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, χωρίς να διαφαίνεται δυνατότητα άμεσης λύσεως. Το πρώτο και κυριότερο είναι η δημογραφική εξέλιξη η οποία κατά το παρελθόν έχει μεν απασχολήσει διάφορες ιαπωνικές κυβερνήσεις αλλά πάντοτε ως πρόσκαιρο φαινόμενο, προσωρινού χαρακτήρος. Αντίθετα από τις προβλέψεις όμως, το δημογραφικό πρόβλημα της Ιαπωνίας καλά κρατεί από το 1973 και βαίνει προς χειροτέρευση. Το 2009, η πληθυσμιακή καμπύλη της Ιαπωνίας πέρασε σε αρνητικό πρόσημο οριοθετώντας την πραγματική μείωση του πληθυσμού και η τάση είναι χειροτερεύουσα. To 2013, η καθαρή μείωση (θάνατοι-γεννήσεις) ήταν 244.000 και το 2014, 268.000. Το σύνολο του πληθυσμού αναμένεται να πέσει από τα 128 εκ το 2010 στα 116,6 εκ το 2030 και στα 86,7 εκ το 2060! Επίσης, το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 από 23,3% σήμερα αναμένεται το 2030 να ξεπεράσει το 31,6%. Το 2013 η σχέση εργαζομένων/ασφαλισμένων προς συνταξιούχους ήταν κάτω από 3 : 1, το 2030 αναμένεται να πέσει κάτω από 2 : 1 και το 2060 κάτω από 1,2 : 1, με αντίστοιχη δραματική μείωση της απασχόλησης6. Σε συνδυασμό με την κρατούσα ξενοφοβία που υπάρχει στην Ιαπωνία και τον χρόνιο συντηρητισμό προς τον ρόλο των γυναικών, η συνεχής δημογραφική επιβράδυνση εδώ και 40 χρόνια και -πλέον- η καθαρή μείωση πληθυσμού μεταφέρει το πρόβλημα στην οικονομία. 

Όλοι οι σχεδιασμοί των ιαπωνικών κυβερνήσεων στηρίζονται στην ανάπτυξη για την αντιμετώπιση του τεράστιο δημοσίου χρέους αφενός, και του διογκούμενου συνταξιοδοτικού αφετέρου. Στο σημείο αυτό όμως υπάρχουν κοινωνικά χαρακτηριστικά που δρούσαν -και δρουν ακόμη και σήμερα- ανασταλτικά προς τις όποιες λύσεις σχεδιάζουν οι εκάστοτε κυβερνήσεις. Αντίθετα με τις άλλες προηγμένες κοινωνίες, και παρά τις κοινωνικές αλλαγές της τελευταίας 20ετίας, η Ιαπωνία συνεχίζει να αντιμετωπίζει το γυναικείο φύλο με έντονο συντηρητισμό. Τα εμπόδια που υπάρχουν ακόμη και σήμερα αντανακλώνται στην πολύ χαμηλή πρόνοια για παιδικούς σταθμούς, στον διαχωρισμό μεταξύ μονίμων (κυρίως ανδρών) και μη μονίμων εργαζομένων (κατά τα 2/3 γυναικών με κατώτερες συνθήκες, αμοιβές κλπ.)7 και στην κοινωνική περιθωριοποίηση των γυναικών-στελεχών ώστε να δημιουργείται δίλημμα, οικογένεια ή καριέρα. 

Χώρος για βελτίωση υπάρχει πάντως αφού η συνήθης ηλικία συνταξιοδότησης είναι ακόμη χαμηλή, στα 60, και οι συμπεριφορές των νεωτέρων γενεών (και κυρίως των γυναικών) προς την εργασία επίσης αλλάζουν. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο όμως συνδέεται με την προαναφερθείσα δημογραφική συρρίκνωση: καθώς αυξάνεται η αποδοχή των γυναικών στον εργασιακό χώρο δεν αλλάζει με τους ίδιους ρυθμούς και η πρόνοια για τις οικογένειες, με αποτέλεσμα η περαιτέρω μείωση των γεννήσεων. Το δύσκολο για τις κυβερνήσεις στην περίπτωση αυτή είναι ότι οι όποιες βελτιώσεις των συνθηκών για την προστασία της οικογένειας απαιτούν δαπανηρά μέτρα, όπως την καθιέρωση γονικών αδειών, την αύξηση αμοιβών των γυναικών και την πρόνοια για παιδικούς σταθμούς όλα από τα οποία θα δυσκολέψουν το συμμάζεμα του δημοσίου χρέους και θα μειώσουν -πρόσκαιρα τουλάχιστον- την ανταγωνιστικότητα των ιαπωνικών επιχειρήσεων8

Το δεύτερο σημαντικό μειονέκτημα που αντιμετωπίζει η Ιαπωνία είναι κοινωνικού χαρακτήρος και συνδέεται άμεσα με το προαναφερθέν δημογραφικό. Τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια, με την προοδευτική φιλελευθεροποίηση των σχέσεων και την -δειλή έστω- είσοδο της γυναίκας στην αγορά εργασίας, έχει αναπτυχθεί στην ιαπωνική κοινωνία μια αντίδραση προς τον γάμο και τη δημιουργία οικογένειας. Σε πρόσφατη, εθνικής εμβέλειας, δημοσκόπηση περιοδικού, το 33,5% των ερωτηθέντων απήντησαν ότι ήταν αντίθετοι προς τον γάμο. Ενδιαφέρον έχει και η ηλικιακή κατανομή, με το μεγαλύτερο ποσοστό αρνήσεων στις ηλικίες 30+ (40,5%), 20+ (39,1%), 16+ (38%) και 40+ (35,9%)9. Αν και η δημοσκόπηση αυτή δεν είναι επιστημονικά επικυρωμένη, αντανακλά την πραγματικότητα της σημερινής κοινωνίας, που επιτείνει τα γνωστά προβλήματα υπογεννητικότητας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από συνέντευξη της υπουργού Αντιμετώπισης Υπογεννητικότητας, κας Μασάκο Μόρι, η οποία συνδέει την μείωση των γάμων με το δημογραφικό πρόβλημα. Επίσης, η ίδια (αλλά και οι ερωτηθέντες) δηλώνει πως βασική αιτία γι’ αυτό είναι η οικονομική αβεβαιότητα λόγω της συνεχούς μείωσης της μόνιμης εργασίας υπέρ της ημι-μόνιμης ή προσωρινής10. Μερικά από τα μέτρα που έχει δοκιμάσει το υπουργείο της φαντάζουν κάπως χαριτωμένα, όπως η καθιέρωση “Ημέρας του Έρωτα” στην επαρχία Καγκάουα, κάθε πρώτη του μηνός ή στις ημερομηνίες που έχουν “0”, αλλά καταδεικνύουν και τη διάθεση αντιμετώπισης ενός κοινωνικού -κατά βάση- προβλήματος σε υψηλό κυβερνητικό επίπεδο. 

Συγκριτικά, η ελλαδική δημογραφική πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από την ιαπωνική, αν και για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία11, το 2011 σήμανε την πρώτη πραγματική μείωση πληθυσμού (γεννήσεις-θάνατοι: -4.671), ενώ το 2012 η συρρίκνωση ήταν ραγδαία φθάνοντας τις -16.300! Ακόμη σημαντικότερη είναι όμως η μαζική αποδημία Ελλήνων στο εξωτερικό, συχνά των πιο δυναμικών και προοδευτικών μονάδων της κοινωνίας, που έφθασε την ίδια περίοδο τις 44.200. Αντίστοιχα με την Ιαπωνία, το έτος 2050, κατά την Eurostat, η Ελλάδα θα έχει 32,1% του πληθυσμού της άνω των 65, από μόλις 16,6% το 2000 με ανάλογα προβλήματα όπως και η Ιαπωνία. 

Τα στοιχεία της συνταξιοδότησης φαντάζουν ακόμη πιο ανησυχητικά. Λόγω της πολιτικής παροχών και ψηφοθηρίας των μεταπολιτευτικών μας κυβερνήσεων, η σχέση εργαζομένων/ ασφαλισμένων προς συνταξιούχους ήταν το 2008 κάτω από 1,5 : 1 και έχει φθάσει το 2014 το 1,4 : 1. Ήδη, τα ποσοστά αυτά είναι δυσβάστακτα για οποιοδήποτε σύστημα διακυβέρνησης. Αν λάβουμε υπ’οψη και το αυξημένο ποσοστό ανέργων λόγω της κρίσεως, η σχέση εργαζομένων (3,8 εκ) προς συντηρούμενους (συνταξιούχους + ανέργους = 4,1 εκ) έφθασε το 2012 το 0,92%,  ήτοι κατώτερο της μονάδος! Ένα ακόμη αρνητικό για την χώρα μας είναι ότι η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης είναι ήδη τα 67, πράγμα που δεν επιδέχεται άλλη σοβαρή παρέμβαση. Όσον αφορά στους γάμους, πάντα το πλέον πρόσφορο έδαφος για επίλυση του δημογραφικού, από το 2009 έως το 2014, οι γάμοι στην Ελλάδα μειώθηκαν από 59.212 στους 53.429. Ο κύριος λόγος, όπως και για τους νέους Ιάπωνες, είναι η οικονομική ανασφάλεια και η έλλειψη κρατικής πρόνοιας για τις πολύτεκνες οικογένειες. 

Το θετικό για την Ελλάδα σε σχέση με την Ιαπωνία είναι πως υπάρχει μια σημαντική και υγιής διασπορά Ελλήνων η οποία μπορεί, εφόσον σταθεροποιηθούν τα εγχώρια πράγματα και δοθούν κατάλληλα κίνητρα, να παράξει άμεση και υψηλού επιπέδου δημογραφική αναπλήρωση. Επίσης, εάν ελεγχθεί ο ρυθμός εισροής μεταναστών, με ποιοτικά κυρίως κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει μια διαρκή πηγή ανάπτυξης αντί υποβάθμισης όπως σήμερα.

Τέλος, ένα άλλο σημαντικό αρνητικό στοιχείο για την Ιαπωνία είναι η νοοτροπία των Ιαπώνων ανδρών, πολλοί από τους οποίους αρνούνται ακόμη και σήμερα να συμμετάσχουν στις οικογενειακές υποχρεώσεις πέραν των οικονομικών παροχών. Χωρίς να υπάρχουν έγκυρα στατιστικά στοιχεία είναι σαφές ότι οι άνδρες συμμετέχουν ελάχιστα στις εργασίες του σπιτιού (μ.ο. 20 λεπτά/ημέρα), ακόμη και όταν η γυναίκα εργάζεται ενώ ακόμη λιγότερο συμμετέχουν στην ανατροφή των παιδιών. Η κατάσταση στα μεγάλα αστικά κέντρα δείχνει να έχει βελτιωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια, χωρίς όμως να υπάρχουν έγκυρα στατιστικά στοιχεία. Δυστυχώς όμως, η όποια βελτίωση του ανδρικού ρόλου υπονομεύεται από τη μείωση των γάμων που προανέφερα. 

 

2. Γεωστρατηγικές προκλήσεις. Κίνα-Ρωσία

Η μεταπολεμική Ιαπωνία, ιδίως μετά τον πόλεμο της Κορέας, απετέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της Δύσεως κατά τον Ψυχρό Πόλεμο. Παρέχοντας 28 εγκαταστάσεις σημαντικών στρατιωτικών βάσεων στις ΗΠΑ (κυρίως, αλλά όχι μόνο, στην Οκινάουα), η Ιαπωνία εξασφάλισε και την άμυνά της και την οικονομία της αφού οι αμυντικές δαπάνες παρέμειναν σταθερά στο 1% του ΑΕΠ. Οι προκλήσεις σε γεωστρατηγικό επίπεδο περιορίζονταν στην απειλή της ΕΣΣΔ και αργότερα της Βορείου Κορέας. Η μόνιμη διαφωνία με την ΕΣΣΔ αφορούσε στις κατακτημένες από τον Στάλιν Κουρίλες νήσους, το 1945. Μετά την πτώση του κομμουνισμού το 1991, άρχισε μια περίοδος ασταθούς εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ρωσία η οποία στις ημέρες μας έχει αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική λόγω του ανερχόμενου κινδύνου της Κίνας. Η πολιτική της Ιαπωνίας απέναντι στην “νέα” Κίνα ήταν προσεκτική έως κατευναστική. Η σφαγή του 1989 στην Πλατεία Τιάνανμεν πέρασε στα ψιλά στην Ιαπωνία (τουλάχιστον σε κυβερνητικό επίπεδο) και αντίστοιχα η Κίνα αγνόησε το ιαπωνικό μίνι-κραχ του 1990. Όλα άλλαξαν όμως από το 2009 και έπειτα. Η κινεζική οικονομική ευμάρεια είχε αρχίσει να μετουσιώνεται σε στρατιωτική πυγμή από τα μέσα της δεκαετίας 1990, αλλά τεχνολογικά άρχισε να γίνεται υπολογίσιμη περίπου από τα μέσα της δεκαετίας 2000. Παράλληλα με την ενίσχυση των αεροναυτικών δυνάμεών τους, οι Κινέζοι άρχισαν να διεκδικούν δυναμικά και απειλητικά ολοένα και περισσότερο ζωτικό χώρο στις θάλασσες της περιοχής. 

Εδώ πρέπει να σημειωθεί, έστω και αν βρεθώ πρόσκαιρα εκτός θέματος, ότι οι Κινέζοι δεν έχουν άδικο να επιδεικνύουν την δύναμή τους διεκδικώντας, αν μη τι άλλο, σεβασμό. Οι εμπειρίες του πρόσφατου παρελθόντος για έναν από τους παλαιότερους και σημαντικότερους πολιτισμούς υπήρξαν τραυματικές. Ο 19ος αιώνας ήταν περίοδος εξευτελισμού και ταπείνωσης (βλ. πόλεμοι του Οπίου, επανάσταση των Μπόξερ κ.α.) απέναντι σε Ιάπωνες, Ρώσους και Δυτικούς. Ο 20ος αιώνας ήταν ακόμη χειρότερος, με την Ιαπωνία να έχει συμπεριφερθεί τουλάχιστον απάνθρωπα σε μια αδύναμη και διαιρεμένη Κίνα και χωρίς να έχει παραδεχθεί πολλά από τα εγκλήματα του στρατοκρατούμενου καθεστώτος της εποχής. Αυτό που ανησυχεί τους Ιάπωνες, όπως και τους (νέους και παλαιούς) συμμάχους της, Ινδία, Ν. Κορέα, Ταϊβάν, Φιλιππίνες, Βιετνάμ, είναι η ταχύτητα με την οποία εκσυγχρονίζονται κυρίως το Ναυτικό (PLN) και η Αεροπορία της (PLAF). Για παράδειγμα, ενώ οι, ανώτεροι τεχνολογικά, Ρώσοι πασχίζουν να εξελίξουν ένα μαχητικό α/φος τεχνολογίας στελθ και οι Αμερικάνοι αγωνίζονται να περιορίσουν το κόστος ενός “προσιτού” δεύτερου δικού τους, οι Κινέζοι εξελίσσουν ταυτόχρονα τρία! Στο Ναυτικό επίσης, οι σύγχρονες μονάδες του PLN μπορεί να αποτελούν σήμερα μόνο το 25% του συνόλου αλλά οι ρυθμοί με τους οποίους παράγονται νέα πλοία με νέα συστήματα είναι καταιγιστικός και μάλιστα με στόχο να “νικήσουν σε τοπικές συρράξεις εγχωρίων υδάτων”.12 Οι αμυντικοί προϋπολογισμοί της Κίνας υπήρξαν πάντοτε “μυστήριο της Ανατολής” αφού δεν ήταν γνωστός ο ακριβής ορισμός τους.  Σήμερα πάντως ($114,3 δις το 2013), τροφοδοτούνται από την εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη της χώρας, χωρίς να επιβαρύνουν ιδιαίτερα την οικονομία. Επισήμως, κυμαίνονται μεταξύ 1,3 και 1,5% του ΑΕΠ και αυξάνονται σταθερά με ετήσιο ρυθμό 10-11% δηλαδή ελαφρά πάνω από τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Ανεπισήμως όμως, υπολογίζοντας δαπάνες που δεν αναφέρονται στον προϋπολογισμό, όπως για αγορές ξένων συστημάτων (!), ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου και διατήρηση πολιτοφυλακής, οι αμυντικές δαπάνες φθάνουν έως και 70% πάνω από τον επίσημο προϋπολογισμό. Το 2000 oι πραγματικές δαπάνες υπολογίζονταν περίπου στα $30 δις, ενώ το 2010, στα $120 δις13.Με αυτούς τούς ρυθμούς, οι αμυντικές δαπάνες της Κίνας αναμένεται να φθάσουν αυτές των ΗΠΑ ($559 δις 2011 + $159 για δαπάνες Ιράκ-Αφγανιστάν, με σημερινούς ρυθμούς ανάπτυξης και επίδραση εξοπλιστικού ανταγωνισμού εκατέρωθεν) σε μια 15ετία, ενώ θα τις ξεπεράσουν σε μια 20ετία. Όσον αφορά στις προθέσεις, ένας κομπασμός του κινέζου υπουργού εξωτερικών Yang Jiechi απαντώντας σε παράπονα διαφόρων χωρών σε ασιατικό φόρουμ, περιγράφει λακωνικά την διαμορφούμενη κατάσταση: “Η Κίνα είναι μεγάλη χώρα, άλλες χώρες είναι μικρές χώρες, αυτό είναι γεγονός.”  

Η νέα αυτοπεποίθηση της Κίνας μετουσιώθηκε σε απειλή προς την Ιαπωνία με αφορμή το σύμπλεγμα των ακατοίκητων νήσων Σενκάκου (Ντιαουγιού στα κινεζικά), 170 χλμ βορειο-ανατολικά της Ταϊβάν και 410 χλμ από την Οκινάουα, τα οποία βρίσκονται de facto υπό ιαπωνική διοίκηση. Η φραστική και ουσιαστική αντιπαράθεση ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο 2012 από την ανακοίνωση πρόθεσης αγοράς τεσσάρων “ιδιωτικών” νήσων από την περιφέρεια του Τόκυο που προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις στην Κίνα και προσωρινή διακοπή οικονομικών σχέσεων Κίνας-Ιαπωνίας. Το 2013, η Κίνα ανακοίνωσε την δημιουργία Ζώνης Αεροπορικής Άμυνας γύρω από την Νότιο Κινεζική Θάλασσα με αποστολή μονάδων επιφανείας και μαχητικών αεροσκαφών στην οποία απήντησε αναλόγως η Ιαπωνία. Η ιαπωνική αντίδραση κορυφώθηκε διπλωματικά στο Νταβός, τον Ιανουάριο 2014, με τη δήλωση του Άμπε ότι η “στρατιωτική επέκταση στην Ασία πρέπει να ανασχεθεί”, μια σαφέστατη αναφορά κατά της Κίνας14

Έκτοτε, επισήμως οι δύο πλευρές τηρούν μια προσεκτική στάση αλλά κινούνται για να ενισχύσουν τις θέσεις τους για το μέλλον. Η Ιαπωνία ξεκίνησε μια προσπάθεια “τακτοποίησης” των διαφορών της με διάφορους γείτονες και κυρίως την Ρωσία. Οι σχέσεις με την Ρωσία έχουν σημειώσει σημαντικότατη πρόοδο από το παρελθόν με τον Πούτιν, το καλοκαίρι του 2012, να προσφέρει να μοιραστούν οι δύο χώρες τις νήσους Κουρίλες, από δύο η κάθε πλευρά. Η Ιαπωνία, προτάσσει τεχνολογικές και οικονομικές επενδύσεις στην αναιμική ανατολική Ρωσία με αντάλλαγμα και τις τέσσερις νήσους. Διακυβεύονται αφενός τα ενεργειακά αποθέματα της Ρωσίας για τα οποία φλέγεται η Ιαπωνία, ώστε να μειώσει την εξάρτηση από το αραβικό πετρέλαιο, αλλά και οι πολύτιμες επενδύσεις της Ιαπωνίας για τον εκσυγχρονισμό των εξορυκτικών εγκαταστάσεων και της σιδηροδρομικής γραμμής του Υπερσιβηρικού για τις οποίες φλέγεται ο Πούτιν. Έτσι, στην πρόσφατη περίπτωση της Κριμαίας η Ιαπωνία δεν αναγνώρισε μεν το δημοψήφισμα αλλά περιόρισε τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας στο ελάχιστο δυνατόν. Και οι δύο χώρες παραμένουν προσεκτικές με δεδομένη την αυξανόμενη οικονομική σημασία της Κίνας αφού καμία δεν θέλει να διαταραχθούν οι σχέσεις σε βαθμό που θα προκαλέσει διακοπή οικονομικών σχέσεων. Σημαντικό στοιχείο είναι και το ότι ούτε η Κίνα έλαβε θέση κατά της Ρωσίας στο θέμα της Κριμαίας αφήνοντας ελεύθερο το κανάλι επικοινωνίας με τον Πούτιν.

Εκτός από την Ρωσία, ο πρωθυπουργός Άμπε προχώρησε και σε δημιουργία κοινού μετώπου που ονομάζει “Άξονα Δημοκρατίας” με κύριο αποδέκτη και συνέταιρο την Ινδία. Η πρώτη προτάσσει την τεχνολογία και τεχνογνωσία της και η Ινδία το επενδυτικό περιβάλλον της και το πλούσιο υπέδαφος που θα προσφέρει στην Ιαπωνία εναλλακτικές πηγές πολύτιμων πρώτων υλών. Η Ιαπωνία του πρωθυπουργού Άμπε έχει δεσμευθεί απέναντι στον ομόλογό του Μόντι, να επενδύσει ¥3.5 τρις από δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους στην Ινδία μέσα σε πέντε χρόνια. Επίσης, οι δύο χώρες έχουν ξεκινήσει στρατιωτική συνεργασία κυρίως με αεροναυτικές ασκήσεις και σε συνδυασμό βεβαίως με τον αμερικανικό παράγοντα. Η πρόοδος διαφαίνεται και από την καθιέρωση ετησίων συναντήσεων κορυφής υπουργείων εξωτερικών και άμυνας καθώς και από την συνεργασία σε θέματα πυρηνικής ενέργειας. Όλα αυτά βεβαίως λαμβάνουν χώρα υπό την σκιά ανάλογων προσεγγίσεων του Μόντι προς τους Κινέζους προφανώς σε ρόλο “μεγάλου ισορροπιστή”.  Μία από τις αμφιλεγόμενες κινήσεις του Μόντι ήταν η πρόταση να ενταχθεί η Ινδία στην Ασιατική  Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών που προτάσσει η Κίνα -πράγμα που ανησυχεί τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. 

Καλές, λοιπόν, οι κινήσεις της ιαπωνικής κυβέρνησης αλλά η Κίνα δεν είναι απλώς μία στρατιωτική απειλή όπως ήταν στο παρελθόν η ΕΣΣΔ. Διαθέτοντας πλέον οικονομική πυγμή μεγαλύτερη από τη σημερινή της στρατιωτική ισχύ, η Κίνα είναι σε θέση να ορθώνει πανίσχυρα διπλωματικά τείχη για να υποστηρίξει τις θέσεις της.

Συμπεράσματα

Η Ιαπωνία, από τις αρχές του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει προκλήσεις ανάλογες άλλων μεγάλων, ανεπτυγμένων οικονομιών. Όπως και στις ΗΠΑ, την Ε.Ε. και τις αναδυόμενες ισχυρές οικονομίες της Ασίας, τα προβλήματα περιπλέκονται από το γεγονός ότι οι κοινωνικές επιστήμες θεωρούνται υποδεέστερες των οικονομικών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μεγαλύτερη απειλή για την Ιαπωνία βρίσκεται στην αδυναμία ή καθυστέρηση της ιαπωνικής κοινωνίας (όπως άλλωστε και της Ελλάδος) να προσαρμοστεί στα δεδομένα της νέας εποχής. 

Εάν επιθυμεί κανείς να ιεραρχήσει τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει σήμερα η Ιαπωνία, θα πρότεινα ως σοβαρότερο πρόβλημα την υπογεννητικότητα η οποία όμως πηγάζει από έναν επικίνδυνο συνδυασμό παραγόντων, οικονομικών και μη, με πρωτεύοντα την διατάραξη των σχέσεων των δύο φύλων. Ως δεύτερο θα έθετα την εξάρτηση της Ιαπωνίας από τις ΗΠΑ, μίας δυνάμεως που σήμερα είναι μεν ακόμη πανίσχυρη αλλά διαρκώς υποσκάπτει την ισχύ της από την εξάρτησή της από την Κίνα, την δυνητική αντίπαλο της Ιαπωνίας στην περιοχή. Τέλος, τρίτο θα θεωρούσα την άνοδο της Κίνας η οποία με οικονομική πυγμή αποκτά ολοένα και περισσότερα διπλωματικά και στρατιωτικά ερείσματα και δείχνει πως “δεν ξεχνά” το πρόσφατο παρελθόν της υπό τον ιαπωνικό ζυγό.

Ανάλογες είναι και οι παρατηρήσεις για μια σύγκριση με την Ελλάδα. Οι εκφάνσεις των κοινωνικών αδυναμιών είναι συχνά διαφορετικές (όπως η έντονη πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση στην Ελλάδα, χωρίς καμία ουσιαστική αξία) αλλά είναι εντυπωσιακό το πόσο μοιάζουν οι προκλήσεις δύο τόσο διαφορετικών λαών. Ίσως αυτό να μπορούσε να αποτελέσει και έναν ικανό παράγοντα προσέγγισης των δύο κρατών και θα πρότεινα η παρούσα παρουσίαση να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης ώστε να καταλήξει σε μια περαιτέρω ενδυνάμωση των σχέσεων Ιαπωνίας-Ελλάδος.


www.oecdobserver.org

Randall Jones, OECD.

3  Η φορολογία στην Ιαπωνία ήταν παραδοσιακά υψηλή φθάνοντας το 40% επί των κερδών των επιχειρήσεων αλλά αφήνοντας αρκετά χαλαρή την φορολογική βάση, αφού μέχρι το 2012 φορολογείτο μόνο περί το 50% των εισοδημάτων, ενώ μόνο μία στις τρεις επιχειρήσεις πλήρωνε εταιρικό φόρο. Επίσης, ο ΦΠΑ ήταν μόνο 5% ενώ σήμερα βρίσκεται στο 8%. Η διεύρυνση της φορολογικής βάσεως με ταυτόχρονη μείωση του 40% και αύξηση του ΦΠΑ θα είχε αναπτυξιακό χαρακτήρα.

4  Bloomberg.com

5  S&P Sovereigns Rating List 2015

6  Shinji Fukukawa, 4/3/2015, The Japan Times

7  Για την ισότητα των εργαζομένων γυναικών η Ιαπωνία πετυχαίνει μόνο 0,6584, στην 105η θέση από 142 χώρες, ενώ η Ελλάδα είναι αρκετά καλύτερη με 0,6784. 2014 Global Gender Gar Report (Gender Parity Archives).

8  Πάντως, το 2013, οι δαπάνες στον κρατικό προϋπολογισμό για την στήριξη των οικογενειών ήταν κάτω από 1% του ΑΕΠ, σε σύγκριση με το 3% στη Μ. Βρετανία.

Preston Phro, 6/7/2013, Shunkan News 24

10  Το 2013 η ημι-μόνιμη εργασία έφθανε το 36,7% με αυξητικές τάσεις.

11  Μιχάλης Παπαδάκης, Παν. Πειραιώς. 9/12/2013

12  “China’s Defence Budget to Grow 11.2 pct in 2012: Spokesman”, Xinhua, 4/3/2012, από το English.news.cn.

13  SIPRI Annual Defence Spending

14  Η κατάσταση θυμίζει αρκετά την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση στα Ίμια και το Αιγαίο με μια όμως σημαντική διαφορά: ενώ στην Μεσόγειο οι ΗΠΑ έπαιξαν τον ρόλο Ποντίου Πιλάτου με αλλαγή μάλιστα των ναυτικών χαρτών υπέρ της Τουρκίας, στον Ειρηνικό αντέδρασαν αποστέλλοντας επιδεικτικά -άοπλα-βομβαρδιστικά Β-52 (ένας είδος εναέριας διπλωματίας κανονιοφόρου) σε περιπολία μέσα στην αμφισβητούμενη ζώνη για να υπενθυμίσουν στην Κίνα το αμυντικό σύμφωνο με την Ιαπωνία που περιλαμβάνει την εν λόγω περιοχή. Επίσης, ενώ η Ιαπωνία έχει κινηθεί ενεργητικά στην δημιουργία δικτύου συμμάχων για να ενισχυθεί διπλωματικά και στρατιωτικά, η Ελλάδα ακολούθησε παθητική, εσωστρεφή πολιτική αγνοώντας την διαφαινόμενη κατάσταση και καλυπτόμενη πίσω από την Ε.Ε. και άλλους διεθνείς οργανισμούς.